- μεγαλοδοξία
- η (Α μεγαλοδοξία) [μεγαλόδοξος]το να έχει κάποιος μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μεγαλοδοξίαις — μεγαλοδοξία high opinion of oneself fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ՄԵԾԱՓԱՌՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0242 Chronological Sequence: Unknown date, 7c, 10c, 13c գ. μεγαλοδοξία gloria magna, gloriatio. Մեծափառն գոլ. մեծ փառք. պատիւ պանծալի. շքեղութիւն. պարծանք փառաց. ... *Մեծափառութեան ցանկացեալ՝ յանհպելին մերձենայր փայտ ապարասանարար.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)